- προσηγορία
- η, ΝΜΑ [προσήγορος]ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.)μσν.-αρχ.1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῑαι», Κλήμ.)2. τρόπος ομιλίας, τρόπος διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῡ εὐς τὰ ὦτα δέξαι... ;», Ωριγ.)3. το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)4. το να κατονομάζεται κάτι, η μνεία («ἡ δεκάλογος προσηγορία σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)5. όρος, ρήτρα («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῑς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)αρχ.γραμμ. όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα.
Dictionary of Greek. 2013.